The good girl (Pomak)
Narrator: Εμινέ / Ξάνθη
´Hubavata ´moma (Pomak)
|
Καλή κοπέλα (Greek) | İyi Kız (Turkish) |
Jæ ´bila en´nɯ dɯ∫te´r’a i e´din bu´bajko. I na´gudat t∫u´l’akɯn, je ´bila en´nɯ kom´∫’ujka, za da ja ´zima, da se o´ʒen’at. I´m’ala i t’a ´det∫kove, bil’ sa ´nehnine dve ´dɯ∫ter’e i ´negovana en´nɯ ´dɯ∫ter’a. A´ma ja ´jatce dra´goval bu´bajko hi, ot’ ´bila mu jæ dɯ∫te´r’ana ot ´deno si ja ´galil, ´deno si ja ´iskal, ´ʒena, a´ma mu u´mr’ala. E, ´zbirat se, po´majt∫inicana ja hit∫ ne dra´govala, ot’ jæ ´bila ´jatce ´hubava - kɯk´nano hi jæ ´vikala i t’a go jæ ´pravila, kɯk´nano hi jæ ´vikala i t’a go jæ ´pravila. A´ga e´din va´kɯt ´vika t∫u´l’akune, ´vika, ko ´i∫te∫ da ʒ’u´vejme naen´no, dɯ∫te´r’asa ti, ´vika, ∫ɯ ´zeme∫ i ∫ɯ ja o´stavi∫ fof li´vadana. Ako ne, ∫ɯ ta ´ostav’a. E, ´zima ja bu´bajko hi dɯ∫te´r’ana i ´vika: “´Hajde da ´zbereme dɯr´va”. Oti∫´lili sa na li´vadana, za da ´zbirat dɯr´va a´gano ot plad´nina ´vika hi bu´bajkono: “´Legni, ´vika, da te ´popɯl’hɯ”, da ja po´milava. I to ja ´zima sɯn. Aga se jæ probu´dila, na gla´vɯna i´m’ala e´din ´kamen’ i e´din torko´lak. ´Iskala bu´bajko ot ej´tuva, bu´bajkono ej´tam, ´n’æma bu´bajko hi. ´Zela da ´plat∫e ´momit∫eno i a´ga po e´din va´kɯt ´zelo da se smra´t∫ava i t’a tɯr´kal’a torko´lakɯn i ´vika: “´Deto ´panne torko´lakɯn i ja ej´tam da ´pannam”. I ´pada fof en´na ka´libka. Im’alo jæ tri´mina er´gati fof ka´libkana, aga jæ fl’ala fof kɯ∫tana ´bilo jæ ´jatce ´pisivo, hit∫ jæ ´bilo ne ´t∫isto. A´ga po sa´balɯjnka se o´sɯmnalo, po´t∫inala jæ mo´minkana, ´stanava, iz´mita, iz´sukava, na´reda, pod´reda, ´svar’a i ´skriva se. A´ga si do´hadat ´kopeletana ot ´rabata, ´gledat ´druga kva jæ ´stanala ´kɯ∫tana, ´stanala jæ ´jatce ´hubava, pre´t∫istena. ´Vika edinvɯn go´l’amɯn brat: “´Vɯr’te, ´vika, vie na ´rabata, ja ∫ɯ ´senna ´vika da ja ´t∫akam, ´vika, kɯ´tro do´hada da n’ pre´t∫isti ´kɯ∫tasa, ´vika. A´ga ´drugen den sa´balɯjnka to ´kakno jæ ´bil umo´ren ot nap´re∫nen ´dene, za´spal’ jæ. T’a pak ´stanava, iz´mita, na´gada, pod´reda, ´svar’a plad´nina, do´hadat si ot ´rabatɯna. “´Fat’ li ja, ´vika, kɯ´tro do´hada, vika, nam da ni ´t∫isti?” “Ne, bre, ´vika, ne ´moʒih da ja ´fatim, ´vika ze me sɯn”. A´ga ´drugen den ´vika ikin´dʒino brat: “´Ostavi, ´vika, ti ´vɯri na na rab’tɯ, ja ∫ɯ ´ostana, ´vika, sɯs ´neja, da ´t∫uvam ´kɯ∫tasa”. A´ga ikin´dʒino brat i to za´spava, pak o´t∫ist’ava. A´ga ot∫un´dʒuno den’ ´trine dene ´setne, do´hada naj -´mɯt∫ken brat i v´ika: “Ja ∫ɯ ´sennam i ´nema da zasp’a, ∫ɯ ja t∫akam”. A´gano ot plad´nina iz´liza mo´minkana otkɯ´jeno se jæ ´skrivala, da o´t∫isti, ´fata ja ´mɯt∫kono ´kopele. ´Vika hi: “Ti ej´tuva?” “Am’ ja, ´vika, sɯj i sɯj, ´vika, bu´bajko mi, ´vika, ot´kara na dɯr´va, ´vika, da ´zbirame, i o´stav’ me, ´vika i ja ´rekah ´deto ´panne torko´lakɯn i ja ej´tam da ´pannam i ja ´pannah u ´va∫ta ´kɯ∫ta”. “Zaba´l’alo ti se je, ´vika, da ´ide∫ na bu´bajko ti, ´vika?” “´Jatce mi se je zaba´l’alo da ´idem na bu´bajka mi”. “Da je, ´vika, ´drugen den sa´banlɯn ∫ɯ ´stane∫, ∫ɯ ´ide∫, vika, da ´kopne∫ pod t∫er´venana ´jabɯlka, kɯk´nato izle´ze, tvoje si je”. I t’a ´stanava sa´banlɯn, iz´mita, ´svar’a, na´guda, iz´pira, pod´reda, ´kopnava pod t∫er´venana ´jabɯlka i iz´liza e´din ´jatce ´kamɯten siv kon, i ´bilo je vrit to´vareno al´tɯne. Vɯz´s’ada ´konen i ot´karava si ja na ´kɯ∫tana i ´ruka: “Ej, bu´ba, ej, bu´ba!” I izl´iza bu´bajko hi, ´gleda ja ´jatce s´kamɯten kon. “Em, ti, ´vika, dɯ∫te´r’a, kak si ´najde pɯtet’ ta si ´dojde?” “Am na, ´vika, sɯj i sɯj ´praveh mohappet”. I ´vika po´majt∫inicana na bu´bajkunu: “∫ɯ ´kara∫ i ´mojta dɯ∫te´r’a!” I t’a hi ´rekla, ´vika: “Kɯ´na si ´prav’la?” “A, nikɯ´na,´vika, kɯ´deno ´panna torko´lakɯt, ´vika, ja ej´tam ´pannah, ´jadah, pih, se´d’ah, spah, vika, i ´rekaha, ´vika, na ti e´din kon i ´vɯrvi si!”. Pro´vada, ot´karava i ´nehnata dɯ∫te´r’a. A´ga ´pɯrven den – ne je ´prav’la ´nikɯna, a´ga do na ikin´dʒino den’, pak je ne prav’la ´nikɯna, a´ga na ´trine ´dene, ´vikat hi ´brat’ene: “´Zemi, ´vɯri ´kopni pod b’alana ´jabɯlka, kɯk´nato izle´ze, ´tvoje da si je. Iz´liza ed´no, ´vika, ´kuco ´sl’apo ma´gare, ´bilo je vrit ´zmije nato´vareno. Iz´idat po´majt∫inicana sɯs dɯ∫te´r’ana. I naj-´mɯt∫kono ´kopele ´zima mo´mana ´deno je ´prav’la ´rabata. Tije sa ´ʒ’uli ´hubave i nije po-´hubave. |
Είχε κάποτε μια κόρη και έναν πατέρα. Κανονίζουν για τον άνθρωπο, είχε μια γειτόνισσα, να την πάρει, να την παντρευτεί. Είχε και αυτή παιδιά, είχε δυο κόρες και αυτός είχε μια κόρη. Αλλά πολύ την αγαπούσε την κόρη του, επειδή ήταν από τη γυναίκα που την ήθελε, την αγαπούσε, αλλά του πέθανε. Ε, μαζεύτηκαν, αλλά η μητριά καθόλου δεν την αγαπούσε την κόρη του, επειδή ήταν πολύ καλή – ό, τι και να της έλεγε το ’κανε. Μέχρι που μια μέρα, λέει στον άνθρωπο, εάν θέλεις να ζήσουμε μαζί, την κόρη σου, λέει, θα την πάρεις και θα την αφήσεις στο λιβάδι. Εάν όχι, θα σε αφήσω. Ε, παίρνει ο πατέρας την κόρη του και λέει: «Άντε να πάμε να μαζέψουμε ξύλα». Πήγαν στο λιβάδι, για να μαζέψουν ξύλα και μετά το μεσημέρι της λέει ο πατέρας: «Ξάπλωσε, λέει, να σε χαϊδέψω!» Και την παίρνει ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, στο κεφάλι της είχε μια πέτρα και ένα κουλούρι. Έψαξε τον πατέρα της, εδώ ο μπαμπάς της, εκεί ο μπαμπάς της, πουθενά ο μπαμπάς της. Άρχισε να κλαίει το κορίτσι, κάποια στιγμή άρχισε να βραδιάζει και εκείνη κύλησε το κουλούρι και λέει: «Όπου πέσει το κουλούρι, εκεί και εγώ να πέσω!» Και έπεσε πάνω σε μια καλύβα. Είχε τρεις εργάτες που ζούσαν στην καλύβα, αλλά όταν μπήκε η κοπέλα στο σπίτι, ήταν πολύ βρώμικο, καθόλου δεν ήταν καθαρό. Όταν το πρωί ξημέρωσε, ξεκουράστηκε η κοπέλα, σηκώνεται, σκουπίζει, σφουγγαρίζει, τακτοποιεί, μαγειρεύει και κρύβεται. Όταν γύρισαν τα αγόρια από τη δουλειά, βλέπουν άλλο έγινε το σπίτι, έγινε πολύ ωραίο, καθαρό. Λέει ο ένας, ο μεγάλος αδελφός: «Πηγαίνετε, λέει, εσείς στη δουλειά, εγώ θα κάτσω, λέει, να την περιμένω, να δω ποια έρχεται να μας καθαρίζει το σπίτι, λέει». Την άλλη μέρα το πρωί, όπως ήταν κουρασμένος από την προηγούμενη μέρα, αποκοιμήθηκε. Αυτή πάλι σηκώνεται, σκουπίζει, τακτοποιεί, μαγειρεύει μεσημεριανό και έρχονται από τη δουλειά. «Την έπιασες, λέει, ποια έρχεται, λέει, να μας καθαρίσει;» »Όχι βρε, λέει, δεν μπόρεσα να την πιάσω, λέει, με πήρε ο ύπνος». Την άλλη μέρα λέει ο δεύτερος αδελφός: «Άσε, λέει, εσύ πήγαινε στη δουλειά, εγώ θα μείνω, λέει, να φυλάω στο σπίτι». Και ο δεύτερος αδελφός αποκοιμήθηκε και εκείνη πάλι καθάρισε. Την τρίτη μέρα, τρεις μέρες μετά, έρχεται ο μικρότερος αδελφός και λέει: «Εγώ θα κάτσω και δε θα κοιμηθώ, θα περιμένω». Όταν το μεσημέρι βγαίνει η κοπέλα από κει που ήταν κρυμμένη, για να καθαρίσει, την πιάνει ο μικρότερος και της λέει: «Εσύ τι θέλεις εδώ;» «Αμ’ εγώ, έτσι κι έτσι, λέει, ο μπαμπάς με πήγε να μαζέψουμε ξύλα και με άφησε, λέει, και εγώ είπα: Όπου πέσει το κουλούρι, εκεί να πέσω κι εγώ και έπεσα στο δικό σας σπίτι». «Τον πιθύμισες, λέει, τον μπαμπά σου;» «Πολύ τον πιθύμησα και θέλω να γυρίσω στον μπαμπά μου». «Ας είναι, λέει, αύριο το πρωί θα σηκωθείς και θα πας, λέει, να σκάψεις κάτω από την κόκκινη μηλιά, ό, τι βγει, δικό σου είναι!». Σηκώνεται η κοπέλα το πρωί, σκουπίζει, μαγειρεύει, τακτοποιεί, πλένει, και πηγαίνει και σκάβει κάτω από την κόκκινη μηλιά. Βγαίνει ένα πολύ όμορφο γκρίζο άλογο, ήταν ολόκληρο φορτωμένο με χρυσά. Καβαλάει το άλογο, εκείνο την πήγε στο σπίτι της και φώναξε όταν έφτασε: «Ει, μπαμπά, ει, μπαμπά!» Βγήκε ο μπαμπάς της, τι να δει: ένα πολύ όμορφο άλογο. «Εμ, εσύ, λέει, κόρη μου, πως βρήκες το δρόμο και γύρισες;». «Αμ, να, λέει, έτσι και έτσι έκανα». Και λέει η μητριά: «θα πας και τη δική μου την κόρη!» Και την ρώτησε: «Τι έκανες;» «Α, λέει η κοπέλα, όπου έπεσε το κουλούρι, λέει, και εγώ εκεί έπεσα, έφαγα, ήπια, έκατσα, κοιμήθηκα, λέει και μου είπαν να ένα άλογο και πήγαινε σπίτι σου». Στέλνει και πηγαίνει και τη δική της κόρη. Την πρώτη μέρα – δεν έκανε τίποτα, τη δεύτερη μέρα πάλι τίποτα, την τρίτη μέρα της λένε τα αδέλφια: «Πάρε και σκάψε κάτω από την άσπρη μηλιά, ό, τι βγει, δικό σου να’ ναι!» Βγαίνει ένα, λέει, κουτσό και τυφλό γαϊδούρι, φορτωμένο με φίδια. Έφαγαν τα φίδια την μητριά και την κόρη της. Και το μικρότερο αγόρι παίρνει την κοπέλα που ήταν εργατική. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. |
Bir zamanlar bir kız ve bir baba varmış. Bir komşu kadını varmış, bu adamın onu alıp evlenmesi için ayarlıyorlar (plan kuruyorlar). Bu kadının da çocukları varmış, iki kızı, adamın da bir kızı. Ama adam kızını çok severmiş, çünkü (bu kız) istediği ve onu seven fakat vefat eden kadındanmış. Toplanmışlar fakat analık adamın kızını hiç sevmezmiş,(kız) çok iyi olduğu için (analık) ne derse yaparmış. Taa ki bir gün adama şunu diyene kadar: Beraber yaşamamızı istiyorsan kızını alıp çayıra bırakacaksın. Hayır dersen seni bırakacağım. Baba kızını alıyor ve:Haydi gidelim, odun toplayalım, diyor. Odun toplamak için çayıra gitmişler ve öğleden sonra baba kızına: Uzan, seni okşayayım! Kız uykuya dalıyor.Uyandığında başında bir taş ve bir simit varmış. Babasını aramış, babası burada, babası orada, babası hiç bir yerde (değil). Kız ağlamaya başlamış, bir an akşam olmaya başlamış ve o simidi sallamış ve:simit nereye düşerse, ben de oraya düşeyim! diyor. Bir kulübenin üstüne düşmüş. Kulübede yaşayan üç işçi varmış, ama kız eve girdiğinde, ev çok pismiş, hiç temiz değilmiş. Sabah güneş doğunca kız dinlenmiş, kalkıyor, süpürüyor, siliyor, derleyip topluyor, yemek pişiriyor ve saklanıyor. Oğlanlar işten döndüklerinde başka bir ev olmuş görüyorlar, çok güzel, temiz olmuş. Birisi, ağabey: Siz işe gidin, ben oturacağım, onu bekleyeyim, kim gelip evimizi temizliyor, göreyim, diyor. Ertesi gün sabah, önceki günden yorgun olduğu için uyuyakalmış. Kız yine kalkıyor, süpürüyor, derleyip topluyor, öğle yemeğini pişiriyor ve işten geliyorlar. Onu yakaladın mı, kim bize gelip temizlik yapıyor? diyor. Hayır bre, onu yakalayamadım, uyuyakalmışım, diyor. Sonraki gün ikinci erkek kardeş: Bırak, sen işe git, ben kalıp evi koruyacağım, diyor. İkinci erkek kardeş de uyuyakalmış ve kız yine temizlemiş. Üç gün sonra, üçüncü gün en küçük erkek kardeş geliyor ve: Ben oturacağım ve uyumayacağım, bekleyeceğim, diyor. Öğle kız saklandığı yerden temizlik yapmak için çıkınca en küçük erkek kardeş onu yakalıyor ve ona: Sen burada ne istiyorsun? diyor. A, ben böyle böyle, diyor. Babam beni odun toplamamız için götürdü ve beni bıraktı, diyor. Ben de: Simit nereye düşerse ben de oraya düşeyim, dedim ve sizin evinize düştüm. Babanı özledin mi? diyor. Onu çok özledim ve babama dönmek istiyorum. Olsun, yarın sabah kalkınca, gidip kırmızı elma ağacının altını kaz, ne çıkarsa senindir! diyor. Kız sabah kalkıyor, süpürüyor, yemek pişiriyor, derleyip topluyor, yıkıyor ve gidip kırmızı elma ağacının altını kazıyor. Çok güzel, gri bir at çıkıyor, büsbütün altınla doluymuş. Ata biniyor, at onu evine götürmüş ve eve varınca: Hey! baba, Hey! baba, diye bağırmış. Babası çıkmış, ne görsün? Çok güzel bir at. Kızım sen yolu nasıl buldun ve döndün? diyor. İşte, böyle böyle yaptım. Analık da: Benim kızımı da götür, diyor ve ona: Ne yaptın?diye sormuş. Kız, simit nereye düştüyse, ben de oraya düştüm, yedim, içtim, oturdum, uyudum ve bana işte bir at, al, evine git, dediler, diyor. Kendi kızını da götürüyor, gönderiyor. İlk gün hiçbir şey yapmamış, ikinci gün yine hiçbir şey, üçüncü gün kardeşler ona: Al ve beyaz elma ağacının altını kaz, ne çıkarsa senin olsun!diyorlar. Kör ve topal yılanlarla yüklü bir eşek çıkıyor. Yılanlar analığı ve kızını yemişler.En küçük oğlan da çalışkan olan kızı alıyor. Onlar ermiş muradına biz çıkalım kerevetine. |